νηλεγής
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
English (LSJ)
νηλεγές, = ἀνηλεγής, reckless, ἦτορ Alcm.26 (dub. l.). Adv. νηλεγέως Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηλεγής: -ες, = ἀνηλεγής, ἦτορ Ἀλκμὰν 13. - Ἐπίρρ. νηλεγέως, «ἀνοίκτως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νηλεγής, -ές (Α)
(αμφβλ. γρφ.)
1. ο χωρίς φροντίδες, αμέριμνος
2. αμελής, αδιάφορος.
επίρρ...
νηλεγέως (Α)
«ἀνοίκτως» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω»), πρβλ. ανηλεγής].
German (Pape)
ές (νη-, ἀλέγω), ohne sich um Etwas zu kümmern, rücksichtslos, Hesych.