νηλεγής

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεγής Medium diacritics: νηλεγής Low diacritics: νηλεγής Capitals: ΝΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: nēlegḗs Transliteration B: nēlegēs Transliteration C: nilegis Beta Code: nhlegh/s

English (LSJ)

νηλεγές, = ἀνηλεγής, reckless, ἦτορ Alcm.26 (dub. l.). Adv. νηλεγέως Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηλεγής: -ες, = ἀνηλεγής, ἦτορ Ἀλκμὰν 13. - Ἐπίρρ. νηλεγέως, «ἀνοίκτως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηλεγής, -ές (Α)
(αμφβλ. γρφ.)
1. ο χωρίς φροντίδες, αμέριμνος
2. αμελής, αδιάφορος.
επίρρ...
νηλεγέως (Α)
«ἀνοίκτως» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω»), πρβλ. ανηλεγής].

German (Pape)

ές (νη-, ἀλέγω), ohne sich um Etwas zu kümmern, rücksichtslos, Hesych.