ξηρολουσία
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
ἡ, taking a dry bath, i.e. in hot sand, Cass.Fel.76.
Greek Monolingual
ξηρολουσία, ἡ (Α)
λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουσία < λούω), πρβλ. θερμολουσία].
Full diacritics: ξηρολουσία | Medium diacritics: ξηρολουσία | Low diacritics: ξηρολουσία | Capitals: ΞΗΡΟΛΟΥΣΙΑ |
Transliteration A: xērolousía | Transliteration B: xērolousia | Transliteration C: ksirolousia | Beta Code: chrolousi/a |
ἡ, taking a dry bath, i.e. in hot sand, Cass.Fel.76.
ξηρολουσία, ἡ (Α)
λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουσία < λούω), πρβλ. θερμολουσία].