γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-έςο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλής («λαοφιλής κυβερνήτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].