ἡδύβιος
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
[ῠ], ον<,
A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c.
II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
Greek Monolingual
-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος].