λαφύκτης
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
λαφύκτου, ὁ, gourmand, Arist.EE1232a16.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, Schlemmer, eigtl. der gierig hinunterschlingt, Prasser, Ath. XI, 485 a, οἱ εἰς τὰς μέθας καὶ τὰς ἀσωτίας πολλὰ ἀναλίσκοντες.
Greek Monolingual
λαφύκτης, ὁ (Α) λαφύσσω
αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, λαίμαργος άνθρωπος.