οὐρανοφάντωρ

From LSJ
Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοφάντωρ Medium diacritics: οὐρανοφάντωρ Low diacritics: ουρανοφάντωρ Capitals: ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ
Transliteration A: ouranophántōr Transliteration B: ouranophantōr Transliteration C: ouranofantor Beta Code: ou)ranofa/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, shining up to heaven; or disclosing heaven, Suid.

German (Pape)

[Seite 418] ορος, ὁ, am Himmel erscheinend, od. nach Suid. οὗ ἡ λαμπρότης εἰς ὕψος φαίνεται, bis zum Himmel leuchtend.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφάντωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ λάμπων μέχρις οὐρανοῦ· ἢ ὁ ἀποκαλύπτων τὰ οὐράνια, ἐπίθετον τοῦ Μ. Βασιλείου, Βίος Βασιλ. 168D, Νικηφ. Κ/πόλεως 1064C.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, -ορος)
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιεροφάντωρ].