προπύργιον
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
τό,
A small outwork, BGU 1734.8 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 741] τό, Vorthürmchen, Schol. Lycophr. 447.
Greek (Liddell-Scott)
προπύργιον: τό, ὡς καὶ νῦν, μικρὸς πύργος κείμενος πρὸ ἄλλων μεγαλειτέρων, προμαχών, προτείχισμα, Γεωργ. Κεδρ. Ἱστ. 414C, κλπ.· τοῦ Ἰλίου τοὺς προπυργίους δόμους Θεοδοσ. Ἀκροάσ. 1, 24.