πυργηδόν

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv. towerwise, Aret.SD2.13; of soldiers, in masses or columns, in close array, Il.12.43, 13.152, 15.618, D.H.6.33; also of clouds, Nonn. D. 32.76.

German (Pape)

[Seite 820] thurmweise, bei Hom. in viereckiger Schlachtordnung, in geschlossenen Gliedern, οἱ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες Il. 12, 43, πυργηδὸν ἀρηρότες 15, 618, vgl. 13, 152.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de tour, càd en masse compacte.
Étymologie: πύργος, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυργηδόν [πύργος] adv., in gesloten formatie, met gesloten gelederen.

Russian (Dvoretsky)

πυργηδόν: adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).

English (Autenrieth)

adv., like a tower, ‘in solid masses.’ (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ.
1. σε σχήμα πύργου, σαν πύργος
2. (για στρατιώτες) σε πυκνή παράταξη
3. (για τα σύννεφα) σε μεγάλη συμπύκνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

πυργηδόν: επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.

Greek (Liddell-Scott)

πυργηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε πύργος ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυργηδόν, κατὰ τάξιν».

Middle Liddell


like a tower:—of soldiers, in columns, in close array, Il.: v. πύργος II.