φρεατιαῖος
English (LSJ)
α, ον, belonging to a well or tank, ὕδωρ Hermipp.39, Thphr. CP 2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete.353b26.
German (Pape)
[Seite 1304] zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser, Hermipp. bei Ath. IV, 124; Plut. qu. nat. 2 prim. frig. 20.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de puits.
Étymologie: φρέαρ.
Russian (Dvoretsky)
φρεᾱτιαῖος: колодезный (ὕδατα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φρεᾱτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φρέαρ ἢ δεξαμενήν, ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3˙ φρ. ὕδωρ, «νερὸν πηγαδήσιον», Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψι» 3˙ φρ. ὕδατα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ῥυτά, Πλούτ. 2. 945C, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. ― Ἀπαντᾷ καὶ ὁ παρεφθαρμένος τύπος φρεατίδιος αὐτόθι 690Β.
Greek Monolingual
και φρηταῖος, -αία, -ον, Α
1. φρεάτιος
2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» — πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ναματιαῖος)].