ξενομανία
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, rasende Vorliebe für alles Fremde (?).
Greek (Liddell-Scott)
ξενομανία: ἡ, τὸ ξενομανεῖν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.