ἐριβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρεμέτης Medium diacritics: ἐριβρεμέτης Low diacritics: εριβρεμέτης Capitals: ΕΡΙΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: eribremétēs Transliteration B: eribremetēs Transliteration C: erivremetis Beta Code: e)ribreme/ths

English (LSJ)

ἐριβρεμέτου, Ep. εω, ὁ, loud-thundering, Ζεύς Il.13.624; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρεμέτης: ου adj. m
1 оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hom.; ирон. Αἰσχύλος Arph.);
2 издающий громкое рычание (λέων Pind.);
3 громоподобный, звонкоголосый (αὐλός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.

Greek Monotonic

ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, λέγεται για τον Δία, αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐλός, σε Ανθ.