Κηληδόνες
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
αἱ, Celedones, Keledones, the Enchantresses, the Charmers, mythical songstresses, like the Sirens, but harmless, Pi.Fr.53, cf.Ath.7.290e.
Greek (Liddell-Scott)
Κηληδόνες: -αἱ, ᾠδικὰ δαιμόνια ὡς αἱ Σειρῆνες, «αἳ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ταῖς Σειρῆσι τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι» Ἀθήν. 290Ε (Πινδ. Ἀποσπ. 25)· παρὰ Φιλοστρ. Ἴυγγες.
Greek Monolingual
Κηληδόνες, αἱ (Α)
ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κηλέ-ω / -ώ + επίθημα -δών / -δόνος (πρβλ. αλγηδών, κληδών)].