μεσότοιχον
English (LSJ)
τό, = μεσότοιχος (party-wall, having a party-wall), Ep. Eph. 2.14, Hsch. s.v. κατῆλιψ.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.
Russian (Dvoretsky)
μεσότοιχον: τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка.
Greek (Liddell-Scott)
μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.
English (Strong)
from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.
English (Thayer)
μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)
Greek Monotonic
μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:mesÒtoicon 姆所-胎罕
詞類次數:名詞(1)
原文字根:中間的-牆
字義溯源:隔牆,中間⋯的牆;由(μέσος)=中間)與(τοῖχος)=牆)組成;其中 (μέσος)出自(μετά)*=同),而 (τοῖχος)出自(τεῖχος)=城牆), (τεῖχος)又出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 中間⋯牆(1) 弗2:14