ἀελλομάχος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἀελλομάχον, struggling with the storm, AP7.586 (Jul. Aeg.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que lucha contra el huracán, AP 7.586 (Iul.Epigr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre la tempête.
Étymologie: ἄελλα, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀελλομάχος: (μᾰ) добываемый в борьбе с бурями, т. е. морской торговлей (κέρδος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλομάχος: -ον, = μαχόμενος, παλαίων κατὰ τῆς θυέλλης, Ἀνθ. Π. 7. 586.
Greek Monotonic
ἀελλομάχος: -ον, αυτός που μάχεται με την θύελλα, σε Ανθ.
Middle Liddell
struggling with the storm, Anth.