πατροφαής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

German (Pape)

[Seite 536] ές, vom Vater leuchtend, Greg. Naz.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τον Χριστό) αυτός που παίρνει το φως από τον Πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αστρο-φαής].