μονοτόκος

From LSJ
Revision as of 21:55, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτόκος Medium diacritics: μονοτόκος Low diacritics: μονοτόκος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: monotókos Transliteration B: monotokos Transliteration C: monotokos Beta Code: monoto/kos

English (LSJ)

Ep. μουνοτόκος, ον,
A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2.
II = μονότεκνος (one who has an only child), ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn. D. 6.31.
III proparox., μουνοτόκος κούρη = an only child, ib.58.

German (Pape)

[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.

Russian (Dvoretsky)

μονοτόκος: рождающий только одного детеныша (ἡ ἵππος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.

Greek Monolingual

-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].