περισυλάω
English (LSJ)
A strip off all round, τὸ ἱμάτιον Ph. 1.637.
II strip, plunder, ἄγαλμα Ael.VH1.20; strip of one's property, Id.Fr.48; ἀποκτείνει αὐτοὺς καὶ π. ὅσα ἐπηγάγοντο ib.167:—Pass., περισυλᾶσφαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Pl.Grg. 486c, cf. Luc.Philops.20, JConf.8.
German (Pape)
[Seite 595] rings herum abnehmen und rauben, berauben, bes. von Gegenständen, die um Einen herum sind, als Kleider, Schmuck u. dgl., Plat. ὑπ ὸ τῶν ἐχθρῶν περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν, Gorg. 486 b, u. Sp., wie Luc. Philops. 20.
French (Bailly abrégé)
περισυλῶ :
dépouiller entièrement.
Étymologie: περί, συλάω.
Greek (Liddell-Scott)
περισῡλάω: ἀφαιρῶ πανταχόθεν, ἀπεκδύω, τὸ ἱμάτιον Φίλων 1. 637. ΙΙ. ἀφαιρῶ τινα τὰ ἐνδύματα, ἀπογυμνῶ, τινα Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· ― Παθ., περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ἀποστεροῦμαι, κλέπτομαι, Πλάτ. Γοργ. 486C πρβλ. Λουκ. Φιλοψευδ. 20, Δία Ἐλεγχόμ. 8.
Russian (Dvoretsky)
περισῡλάω: досл. стаскивать, перен. ограблять (ὑπό τινος περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-συλάω beroven, plunderen.