Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαία

From LSJ
Revision as of 21:23, 1 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφαία Medium diacritics: νυμφαία Low diacritics: νυμφαία Capitals: ΝΥΜΦΑΙΑ
Transliteration A: nymphaía Transliteration B: nymphaia Transliteration C: nymfaia Beta Code: numfai/a

English (LSJ)

ἡ,
A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132.
2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid.
II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφαία: ἡ, φυτόν τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὄνομα τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449.

Greek Monolingual

η (Α νυμφαία)
γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες
αρχ.
ως κύριο όν. ""η Νυμφαία
η Αριάδνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νυμφαῖος.

German (Pape)

ἡ, die bekannte Wasserpflanze nymphaea, Theophr., Diosc.