ἑδρικός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to the anus, Heliod. ap. Orib. 48.58.7, Crito ap.Gal.13.306, Aët.14.3, etc.
German (Pape)
[Seite 717] zum Gefäß, zum Stuhlgang gehörig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἕδραν, τὴν πυγήν, ἕλκη ἑδρικὰ Αἰγιν.· ἑδρ. ἔμπλαστρος Ἀέτ. 14. 2.