ἱκετευτικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἱκετευτική, ἱκετευτικόν, supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Glossaria Adv. ἱκετευτικῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.
German (Pape)
[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.