κοχλίς
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of κόχλος, in plural, Luc.Cat.16, Man.5.24.
II precious stone found in Arabia, Plin.HN37.194.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24.
Greek Monolingual
κοχλίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι
2. πολύτιμος λίθος της Αραβίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακατίς, κοιτίς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοχλίς -ίδος, ἡ [κόχλος] schelp (waaruit purper gewonnen wordt).
German (Pape)
ίδος, ἡ, kleine Schnecke, dim. von κόχλος, Maneth. 5.24 und andere Spätere