βωλοειδής

Revision as of 07:29, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βωλοειδές, cloddy, lumpy, Thphr. Ign.65, Erot. s.v. μώλυζα. Adv. βωλοειδῶς Dsc.1.73.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β. Thphr.Ign.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 468] ές, schollig, klumpig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοειδής: ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.

Greek Monolingual

βωλοειδής, -ές (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος.