πλουτοποιός

From LSJ
Revision as of 19:44, 21 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Reichthum" to "Reichtum")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοποιός Medium diacritics: πλουτοποιός Low diacritics: πλουτοποιός Capitals: ΠΛΟΥΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ploutopoiós Transliteration B: ploutopoios Transliteration C: ploutopoios Beta Code: ploutopoio/s

English (LSJ)

πλουτοποιόν, wealthcreating, τέχνη, ἀδικία, χρῆμα, Plu.Num.16, 2.165a, Poll.3.110, cf. Vett.Val.16.20.

German (Pape)

[Seite 638] Reichtum machend, reich machend; Plut. Num. 16 u. öfter; ἀδικία, de superstit. 1; Poll. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτοποιός -όν [πλοῦτος, ποιέω] voor rijkdom zorgend, veel geld opleverend.

Russian (Dvoretsky)

πλουτοποιός: создающий богатство, делающий богатым (τέχνη Plut.).

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που κάνει κάποιον πλούσιο
2. αυτός που πλουτίζει, που δημιουργεί πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -ποιός].

Greek Monotonic

πλουτοποιός: -όν, αυτός που δημιουργεί πλούτο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοποιός: -όν, ὁ δημιουργῶν πλοῦτον, τέχνη, ἀδικία, Πλουτ. Νουμ. 16., 2. 165Α, Πολυδ. Γ΄, 110. ― πλουτοποιία, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 278. 69. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Middle Liddell

πλουτο-ποιός, όν
wealth-creating, Plut.