ῥιψαύχην

From LSJ
Revision as of 07:33, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "muthig" to "mutig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιψαύχην Medium diacritics: ῥιψαύχην Low diacritics: ριψαύχην Capitals: ΡΙΨΑΥΧΗΝ
Transliteration A: rhipsaúchēn Transliteration B: rhipsauchēn Transliteration C: ripsaychin Beta Code: r(iyau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, tossing the neck (or head), properly of horses: metaph., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Pi.Dith.Oxy.1604 ii 13.

German (Pape)

[Seite 846] ὁ, ἡ, den Nacken werfend, bäumend, b.s. vom Pferde, auch von mutigen, trotzigen, hoffartigen Menschen, ἀλαλαί τε ὀρινόμεναι ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ, Pind. frg. 224.

Russian (Dvoretsky)

ῥιψαύχην: χενος adj. закинувший назад голову, т. е. исступленный (κλόνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψώνων τὸν αὐχένα, κυρίως ἐπὶ ἵππων· μεταφορ., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Πινδ. Ἀποσπ. 224· πρβλ. ὑψαύχην, ἐριαύχην.

English (Slater)

ῥιψαύχην in which the neck is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα
2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μεγαλαύχην, στρεψαύχην)].