κοινοπραγία

From LSJ
Revision as of 07:29, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοπρᾱγία Medium diacritics: κοινοπραγία Low diacritics: κοινοπραγία Capitals: ΚΟΙΝΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: koinopragía Transliteration B: koinopragia Transliteration C: koinopragia Beta Code: koinopragi/a

English (LSJ)

ἡ, common enterprise, joint action or concerted action, Plb.5.95.2, D.S.11.1, 15.8, Plu.Per.17.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
complot.
Étymologie: κοινοπραγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοπραγία -ας, ἡ [κοινοπραγέω] gemeenschappelijk belang.

Russian (Dvoretsky)

κοινοπρᾱγία:совместные действия Polyb., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπρᾱγία: ἡ, σύμπραξις, συνωμοσία, Πολύβ. 5. 95, 2, Πλουτ. Περικλ. 17.

Greek Monolingual

η (Α κοινοπραγία) κοινοπραγώ
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).