φιλοσοφικός

Revision as of 15:58, 11 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

φιλοσοφική, φιλοσοφικόν, philosophical, concerned with φιλοσοφία, λόγοι Artem.5.83.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλόσοφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.

Translations

philosophical

Arabic: ⁧فَلْسَفِيّ⁩; Asturian: filosóficu; Belarusian: філасофскі; Catalan: filosòfic; Czech: filozofický; Danish: filosofisk; Dutch: wijsgerig, filosofisch; Esperanto: filozofia; Finnish: filosofinen; Galician: filosófico; German: philosophisch; Greek: φιλοσοφικός; Ancient Greek: φιλόσοφος, φιλοσοφικός; Hungarian: filozófiai; Interlingua: philosophic; Italian: filosofico; Kazakh: философиялық, пәлсапалық; Latvian: filozofisks; Macedonian: философски, филозофски; Norwegian Bokmål: filosofisk; Nynorsk: filosofisk; Occitan: filosofic; Old English: ūþwitlīċ; Polish: filozoficzny; Portuguese: filosófico; Romanian: filozofic; Russian: философский; Spanish: filosófico; Swedish: filosofisk; Tagalog: batnayanin, batnayin; Ukrainian: філософський, філософі́чний; Volapük: filosopik