πεπασμός
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ὁ,
A = πέπανσις : in Medic., concoction of sputum or urine, Hp.Epid.1.2, 3.10 (pl.); πεπασμοὶ σπέρματος Aret.CD1.4. 2 suppuration, Hp.Epid.3.4.
German (Pape)
[Seite 559] ὁ, = πέπανσις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πεπασμός: ὁ, = πέπανσις˙ παρ’ Ἰατρ. ἡ τῶν χυμῶν πέψις, Λατ. concoctio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ, 940, πρβλ. 1086˙ - ὡσαύτως ἐμπύησις, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1083.