τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Full diacritics: πολυκτημοσύνη | Medium diacritics: πολυκτημοσύνη | Low diacritics: πολυκτημοσύνη | Capitals: ΠΟΛΥΚΤΗΜΟΣΥΝΗ |
Transliteration A: polyktēmosýnē | Transliteration B: polyktēmosynē | Transliteration C: polyktimosyni | Beta Code: polukthmosu/nh |
ἡ,
A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.
[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.
πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.