πολυκτημοσύνη
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ἡ, great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυκτήμων
το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.