ἀπεικόνισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀπείκασμα, Socr.Ep.20, Ph.1.4, al., BMus.Inscr.481*.24 (Ephesus, ii A.D.), Phlp. inPh.316.24.
German (Pape)
[Seite 283] τό, Abbild, Epist. Socrat. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικόνισμα: τό, = ἀπείκασμα, Ἐπιστ. Σωκρ. 20, συχν. παρὰ Φίλωνι καὶ Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως ἀπεικόνισις, ἡ, Βυζ., καὶ ἀπεικονισμός, ὁ, Ἐπιφάν. = ἀπεικασία.