οἰστροβολέω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
strike with the sting, τινα, especially of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).
French (Bailly abrégé)
οἰστροβολῶ :
piquer de l'aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.
German (Pape)
mit dem Stachel treffen, verwunden, τρεῖς δ' ἐμὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι Πόθοι, Mel. 54 (IX.16), wo man des folgdn ἦ γάρ τοι τρία τόξα κατείρυσεν wegen falsch οἰστοβολέω vermutet hat, vgl. οἶστρος.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροβολέω: досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.
Greek Monotonic
οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.