προσκαταίρω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
1 aor. -κατῆρα, τῷ στόλῳ sail down against, D.S.11.61.
German (Pape)
[Seite 768] (s. αἴρω), τῷ στόλῳ, mit der Flotte aufbrechen, D. Sic. 11, 61.
Russian (Dvoretsky)
προσκαταίρω: приплывать, прибывать (τῷ στολῳ ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταίρω: καταπλέω ἐναντίον τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον Διόδ. 11. 61.
Greek Monolingual
Α
καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»].