πωλοδαμαστής
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
πωλοδαμαστοῦ, ὁ, = πωλοδάμνης, PMich.Zen.71.4 (iii B.C.), D.S.17.76.
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, der Bändiger eines Fohlens, wie πωλοδάμνης, VLL.
Russian (Dvoretsky)
πωλοδᾰμαστής: οῦ ὁ Diod. = πωλοδάμνης.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδαμᾰστής: -οῦ, ὁ, = πωλοδάμνης, Διόδ. 17. 26· ― ἡ πωλοδαμαστική, = ἡ πωλοδαμνική, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λέξ. Ἄχναι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πωλοδάμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + δαμαστής (< δαμάζω)].