ἐμπεριπίπτω
From LSJ
Full diacritics: ἐμπεριπίπτω | Medium diacritics: ἐμπεριπίπτω | Low diacritics: εμπεριπίπτω | Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΙΠΤΩ |
Transliteration A: emperipíptō | Transliteration B: emperipiptō | Transliteration C: emperipipto | Beta Code: e)mperipi/ptw |
fall upon, ἔθνει ἐ. νοῦσοι Hp.Flat.6 (s.v.l.).
[Seite 812] (s. πίπτω), hineinfallen, -geraten in Etwas, τινί, Hippocr.
ἐμπεριπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἔν τινι, ἐμπίπτω, μετὰ δοτ., Ἱππ. 297. 24.
ἐμπεριπίπτω (Α)
πέφτω, ενσκήπτω.