ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: διαζευγμός | Medium diacritics: διαζευγμός | Low diacritics: διαζευγμός | Capitals: ΔΙΑΖΕΥΓΜΟΣ |
Transliteration A: diazeugmós | Transliteration B: diazeugmos | Transliteration C: diazevgmos | Beta Code: diazeugmo/s |
ὁ,
A = διάζευξις, Plb.10.7.1.
[Seite 577] ὁ, Trennung, Pol. 10, 7, 1.
διαζευγμός: ὁ, = διάζευξις, Πολύβ. 10. 7, 1.