βιοστερής

From LSJ
Revision as of 06:47, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοστερής Medium diacritics: βιοστερής Low diacritics: βιοστερής Capitals: ΒΙΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: biosterḗs Transliteration B: biosterēs Transliteration C: viosteris Beta Code: biosterh/s

English (LSJ)

βιοστερές, reft of the means of life, S.OC747.

Spanish (DGE)

-ές privado de medios de vida S.OC 747.

German (Pape)

[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοστερής -ές βίος, στερέω van levensonderhoud beroofd.

Russian (Dvoretsky)

βιοστερής: лишенный средств к жизни Soph.

Greek Monolingual

βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].

Greek Monotonic

βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.

Middle Liddell

στερέω
reft of the means of life, Soph.