συντερμονέω
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.
French (Bailly abrégé)
συντερμονῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.
German (Pape)
mit Einem grenzen, Grenznachbar sein, τινί, Pol. 2.21.9 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.
Greek Monotonic
συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.