πολλαπλασιόω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
A multiply, Pl.R.525e:— Pass., Hp.Acut.61, Arist.Top.163b26.
German (Pape)
[Seite 658] vervielfältigen, Plat. Rep. VII, 525 e.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιόω: πολλαπλασιάζω, Πλάτ. Πολ. 525Ε· ― Παθ., Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5.