ἀναφορέω

From LSJ
Revision as of 18:43, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορέω Medium diacritics: ἀναφορέω Low diacritics: αναφορέω Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: anaphoréō Transliteration B: anaphoreō Transliteration C: anaforeo Beta Code: a)nafore/w

English (LSJ)

= ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,III, Th.4.115.

Spanish (DGE)

1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.

German (Pape)

[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ἀναφορῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.

Greek Monotonic

ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

[Frequent. of ἀναφέρω Ι, Hdt., Thuc.]