προσαυξάνω
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
and προσαυξ-αύξω,
A increase, enhance, promote, προσαυξήσασά τινα τοῖς φιλανθρώποις honouring him with... Plb.32.1.6; π. τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν confirm it, Id.28.20.6:— more freq. in Pass., προσαύξομαι Hp.Vict.1.7: pf. inf. προσηυξῆσθαι Thphr.HP1.8.5, cf. CP 1.9.1; τὸ χρυσίον ἐκ τοῦ φορτίου Them.Or.23.286a. 2 add, ἄλλο . . ἀγαθόν SIG399.32 (Delph., iii B.C.):—Pass., to be added, τινι Philet.3. II intr. in Act., wax, increase, Vett. Val.42.2, 44.9.
German (Pape)
[Seite 752] (s. αὐξάνω), nach dazu vermehren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
προσαυξάνω: καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― αὐξάνω τι, προάγω, ἐνισχύω, Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.