ἀληθινολογία
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ, speaking truth, truthology, study of truth, Pl. ap. Poll.2.124, Plb.12.26D.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 veracidad Plb.12.26d.1.
2 estudio de la verdad ἔστιν ἡ ἐτυμολογία ὡς ἄν εἴποι τις ἀ. Sch.D.T.471.1, cf. EM 388.9G.; cf. ἀληθολογία.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, das Wahrheitreden, Poll. 2, 124.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθῐνολογία: ἡ правдивость, прямота Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθῐνολογία: ἡ, τὸ λέγειν τὴν ἀλήθειαν, Πλάτ. παρὰ Πολυδ. 2. 124, Πολύβ.
Greek Monolingual
η (Α ἀληθινολογία)
το να λέει κανείς την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + -λογία < -λογος < λέγω.
Translations
veracity
Arabic: صِدْق; Bulgarian: правдивост; Catalan: veracitat; Czech: pravdomluvnost; Danish: oprigtighed; Esperanto: vereco; Finnish: todenmukaisuus, totuudenmukaisuus; French: véracité; Galician: veracidade; Georgian: სიმართლე, უტყუარობა; German: Aufrichtigkeit, Wahrhaftigkeit; Greek: ειλικρίνεια, εγκυρότητα, αλήθεια; Ancient Greek: ἀλήθεια, ἀλαθοσύνη, ἀληθοσύνη, ἀληθινολογία, ἀξιοπιστία, ἀψεύδεια, τἀληθές, τὸ ἀληθευτικόν; Portuguese: veracidade; Russian: правдивость; Spanish: veracidad; Swedish: sanning, uppriktighet; Tagalog: katotohanan; Telugu: బొంకమి