δασύπους

From LSJ
Revision as of 11:18, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπους Medium diacritics: δασύπους Low diacritics: δασύπους Capitals: ΔΑΣΥΠΟΥΣ
Transliteration A: dasýpous Transliteration B: dasypous Transliteration C: dasypous Beta Code: dasu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,
A rough-foot, hairy-footed, i.e. hare, Lepus timidus, Cratin.400, Alc.Com.17, Antiph.133.6, Arist.HA511a31, LXX Le.11.5, etc.; λαγωὸς δ. Babr. 69.1: prov., χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα = the tortoise shall outrun the hare, Suid.
II in Plin., Prob. rabbit, Lepus cuniculus, HN 8.219, 10.173.

Spanish (DGE)

(δᾰσύπους) -ποδος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
zool.
1 liebre, Lepus timidus o Lepus europaeus Cratin.434, Alc.Com.17, Antiph.131.6, Nausicr.2, Arist.HA 511a31, IG 12(2).72.5 (Mitilene III/II a.C.), LXX Le.11.5, De.14.7, Plu.2.730a, 971a, Hsch., prov. πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα Sud.
2 prob. conejo, Oryctolagus cuniculus Plin.HN 8.219, 10.173.

German (Pape)

[Seite 524] οδος, ὁ, der Rauchfuß, d. i. der Haase, Arist. H. A. öfter; Cratin. Poll. 5, 68 u. a. eom.; Ath. IX, 402 e; vgl. Plin. H. N. IX, 57, der den dasypus vom Hafen unterscheidet.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
sorte de lièvre à pattes velues (lepus timidus), animal.
Étymologie: δασύς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύπους -οδος, ὁ haas.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύπους: ποδος ὁ («мохноногий»):
1 заяц (Lepus timidus) Arst.;
2 кролик (Lepus cuniculus) Plut.

Greek Monolingual

ο (AM δασύπους, -οδος)
όποιος έχει μαλλιαρά πόδια
νεοελλ.
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών
αρχ.
1. ο λαγός
2. (παροιμ. φρ. «χελώνη παραδραμείται δασύποδα» — η χελώνα θα ξεπεράσει τον λαγό.

Greek Monotonic

δᾰσύπους: -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο λαγός, σε Αριστ.· λαγωὸς ὁ δ., σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύπους: ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων πόδα, δηλ. λαγωός, Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. κόνικλος, Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.

Middle Liddell

rough-foot, i. e. a hare, Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr.