εὐεμής
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
German (Pape)
[Seite 1064] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. εὐημής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεμής: -ές, (ἐμέω) εὐκόλως κινούμενος εἰς ἔμετον, Ἱππ. 645. 35· ἵνα εὐεμὲς ᾖ (οὕτως ὁ Κῶδ. rb.), ἵνα εὔκολος ᾖ ὁ ἔμετος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2. - Τύπος τις εὐημὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1249Β, πρβλ. Λοβ. ἐν Φρυν. 706. - Ἴδε Γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 551 ἐν λ. εὐεμής, δυσεμής.