ἀνεύρυσμα
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ατος, τό,
A aneurism, Ruf. ap.Aët.14.51, Antyll. ap. Orib.45.24.1, Gal.7.725, 10.335.
German (Pape)
[Seite 227] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύρυσμα: -ατος, τό, πλάτυνσις, κυρίως οἴδημα ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.