ἐρυθρόχροος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, contr. ἐρυθρό-χρους, ουν,
A redcoloured, ὑπόδεσις D.C.43.43.
German (Pape)
[Seite 1036] rothfarbig, bei Gell. N. A. 19, 7; ὑπόδεσις D. Cass. 43, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, ουν, ἔχων ἐρυθρὸν χρῶμα, Δίων Κ. 43. 43.