γεροῖα
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
τά, tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).
Spanish (DGE)
τά cosas de otro tiempo f.l. por Ϝεροῖα Corinn.2(b).2.
Greek Monolingual
γεροῖα, τα (Α)
διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῖα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.