στομαλγία
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ἡ,
A soreness of the mouth, ibid.: metaph., mouth-plague, i.e. incessant chattering, Id.2.101.
German (Pape)
[Seite 947] ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.
Greek (Liddell-Scott)
στομαλγία: ἡ, (ἄλγος) ἄλγος τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., ἀχαλίνωτος φλυαρία, ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. γλώσσαλγος. (στόμαργος, στομαργία, στομαργέω εἶναι πιθαν. ἁπλῶς Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).