σκαιωρία
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
ἡ,
A mischief, Tz.H.8.903. (Cf. σκευωρός fin.)
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, = σκαιούργημα; auch Hinterlist, Nachstellung, Hesych., Tzetz. Chil. 8, 903.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σκευωρία.