ἐπίδομα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ατος, τό,
A contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).
German (Pape)
[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.